moron
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Εσπεράντο (eo)
2.1
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
βλάκας
,
χαζός
,
ηλίθιος
,
κουτός
,
κουτορνίθι
,
ανόητος
Εσπεράντο
(eo)
[
επεξεργασία
]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[
επεξεργασία
]
moron
(eo)
αιτιατική
του
moro
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (εσπεράντο)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Brezhoneg
Čeština
Cymraeg
English
Esperanto
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lombard
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Српски / srpski
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Walon
中文