Μετάβαση στο περιεχόμενο

move out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας move out
γ΄ ενικό ενεστώτα moves out
αόριστος moved out
παθητική μετοχή moved out
ενεργητική μετοχή moving out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
move out <  δείτε τις λέξεις move και out

move out (en)

  • μετακομίζω, θα φύγουμε από κάπου
      We are moving out on Sunday.
    Θα μετακομίσουμε την Κυριακή.
      I will be moving out of the province to the capital.
    Θα μετακομίσω από την επαρχία στην πρωτεύουσα.
     αντώνυμα: move in