muet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- muet < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | muet | muets |
θηλυκό | muette | muettes |
muet (fr)
- βουβός
- (γλωσσολογία) άφωνος, που δεν προφέρεται