multinational
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
multinational < multi- + national
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
multinational (en)
- πολυεθνικός, που αναφέρεται σε ή αποτελείται από πολλές διαφορετικές εθνότητες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
multinational (en)
- (οικονομία) η πολυεθνική εταιρεία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | multinational | multinationaux |
θηλυκό | multinationale | multinationales |
multinational (fr)