mupak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραιοϊσπανικά (lad)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mupak | mupakes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mupak < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutfak (κουζίνα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /muˈpɑk/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : mu‐pak
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mupak αρσενικό