nafto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | nafto | naftoj |
| αιτιατική | nafton | naftojn |
nafto (eo)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | nafto | naftoj |
| αιτιατική | nafton | naftojn |
nafto (eo)