neat freak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
neat freak | neat freaks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]neat freak (en)
- (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) ο μανιακός με καθαριότητα
- ⮡ He is a neat freak.
- Είναι μανιακός με καθαριότητα.
- ⮡ He is a neat freak.
Πηγές
[επεξεργασία]- neat freak - Cambridge Dictionary online