nekompetento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nekompetento < ne- + kompetento
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekompetento | nekompetentoj |
αιτιατική | nekompetenton | nekompetentojn |
nekompetento (eo)
- αναρμόδιος άνθρωπος