nesto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nesto | nestoj |
αιτιατική | neston | nestojn |
nesto (eo)
- η φωλιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nesto | nestoj |
αιτιατική | neston | nestojn |
nesto (eo)