nesto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nesto | nestoj |
αιτιατική | neston | nestojn |
nesto (eo)
- η φωλιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nesto | nestoj |
αιτιατική | neston | nestojn |
nesto (eo)