non-intervention
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- non-intervention < non- + intervention
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]non-intervention (en) (μη μετρήσιμο)
- (πολιτική) η μη επέμβαση
- ⮡ the principle of non-intervention in the internal affairs of other states - η αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
non-intervention | non-interventions |
non-intervention (fr) θηλυκό
- (πολιτική) η μη επέμβαση