nouvel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nouvel | nouveaux |
nouvel (fr) και nouveau (θηλυκό: nouvelle)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- nouveau χρησιμοποιείται πριν ένα σύμφωνο, nouvel πριν ένα φωνήεν:
- un nouveau cartable
- un nouvel avion