nouveau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nu.vo/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nouveau nouveaux
θηλυκό nouvelle nouvelles

nouveau (fr) και nouvel (θηλυκό: nouvelle)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
nouveau χρησιμοποιείται πριν ένα σύμφωνο, nouvel πριν ένα φωνήεν:
un nouveau cartable
un nouvel avion