Μετάβαση στο περιεχόμενο

odor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
odor odors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

odor (en) (αμερικανική γραφή)

  • η μυρωδιά, η οσμή
      the odor of burning wood - η μυρωδιά του καιόμενου ξύλου
      a pleasing/unpleasant odor - ευχάριστη/δυσάρεστη οσμή
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη smell

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]