okono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okono | okonoj |
αιτιατική | okonon | okonojn |
okono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okono | okonoj |
αιτιατική | okonon | okonojn |
okono (eo)