ono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ono | onoj |
αιτιατική | onon | onojn |
ono (eo)
- το κλάσμα
Σύνθετα[επεξεργασία]
duono - triono - kvarono - kvinono - sesono - sepono - okono - naŭono - dekono - centono - milono
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
ono (pl) ουδέτερο