sesono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sesono | sesonoj |
αιτιατική | sesonon | sesonojn |
sesono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sesono | sesonoj |
αιτιατική | sesonon | sesonojn |
sesono (eo)