sesono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sesono | sesonoj |
αιτιατική | sesonon | sesonojn |
sesono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sesono | sesonoj |
αιτιατική | sesonon | sesonojn |
sesono (eo)