olivarbo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | olivarbo | olivarboj |
αιτιατική | olivarbon | olivarbojn |
olivarbo (eo)
- (φυτό) η ελιά, το ελαιόδεντρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | olivarbo | olivarboj |
αιτιατική | olivarbon | olivarbojn |
olivarbo (eo)