opulent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opulent | opulents |
θηλυκό | opulente | opulentes |
Επίθετο
[επεξεργασία]opulent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opulent | opulents |
θηλυκό | opulente | opulentes |
opulent (fr)