orange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orange (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
orange (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
orange | oranges |
orange (fr) θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
orange | orange |
orange (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
orange (de)
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
orange (da)