overall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]overall (en)
- ολικός, συνολικός, γενικός
- overall majority: απόλυτη πλειοψηφία, αυτοδύναμη πλειοψηφία