overlord
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
overlord | overlords |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈəʊ.və.lɔːd/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]overlord (en)
- επικυρίαρχος, ηγεμόνας·[1] κυρίαρχος, επικεφαλής άλλων ηγεμόνων ή αρχόντων[2]
- πρόσωπο που κατέχει την υπέρτατη εξουσία ή θέση με πολύ μεγάλη δύναμη[2]
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
overlord στην αγγλική Βικιπαίδεια
(ιστορία, αγγλική φεουδαρχία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 446, λήμμα «overlord».
- 1 2 «overlord», Merriam-Webster.com· πρόσβαση: 2022-03-28.