paraŝuto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paraŝuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paraŝuto | paraŝutoj |
αιτιατική | paraŝuton | paraŝutojn |
paraŝuto (eo)
- το αλεξίπτωτο