parabole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- parabole < λατινική parabola < αρχαία ελληνική παραβολή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parabole | paraboles |
parabole (fr) θηλυκό