parabole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parabole < λατινική parabola < αρχαία ελληνική παραβολή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parabole paraboles

parabole (fr) θηλυκό

  1. (λογοτεχνία) η παραβολή
  2. (γεωμετρία) η παραβολή
  3. η παραβολική κεραία

Συγγενικά

[επεξεργασία]