parlamentano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parlamentano | parlamentanoj |
αιτιατική | parlamentanon | parlamentanojn |
parlamentano (eo)
- βουλευτής, μέλος του κοινοβουλίου