Μετάβαση στο περιεχόμενο

participant

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
participant participants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

participant (en)

  • ο συμμετέχων
      Conference participants are asked to pay the participation fee, which is ten euros.
    Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα ευρώ.



Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό participant participants
θηλυκό participante participantes

participant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό participant participants
θηλυκό participante participantes

participant (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]