Μετάβαση στο περιεχόμενο

partio

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
partio < parti + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική partiopartioj
αιτιατική partionpartiojn

partio (eo)

lia partio perdis parlamentan plimulton
το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο