partio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partio | partioj |
αιτιατική | partion | partiojn |
partio (eo)
- το πολιτικό κόμμα
- lia partio perdis parlamentan plimulton
- το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο