Μετάβαση στο περιεχόμενο

passant

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό passant passants
θηλυκό passante passantes

passant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
passant passants

passant (fr) αρσενικό