pasto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pasto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasto | pastoj |
αιτιατική | paston | pastojn |
pasto (eo)
- το ζυμάρι
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pasto (it)
- το γεύμα