peace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- peace < μέση αγγλική pece, peas, pees < παλαιά γαλλική pais < λατινική pax
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peace (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ειρήνη, μια κατάσταση ή μια χρονική περίοδος κατά την οποία δεν υπάρχει πόλεμος ή βία σε μια χώρα ή μια περιοχή
- ↪ in times of peace - σε καιρό ειρήνης
- ↪ a peace treaty/conference - συνθήκη/διάσκεψη ειρήνης
- ↪ It constitutes a threat to world peace.
- Αποτελεί απειλή για τη διεθνή ειρήνη.
- (μη μετρήσιμο) η ηρεμία, η γαλήνη, η ησυχία, η κατάσταση του να είμαι ήρεμος ή ήσυχος
Πηγές[επεξεργασία]
- peace - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 264. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειρήνη