perlaboro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perlaboro < perlabor- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική perlaboro perlaboroj
αιτιατική perlaboron perlaborojn

perlaboro (eo)

mi devas pagi parton de mia perlaboro - πρέπει να πληρώσω μέρος των κερδών μου