permutation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

permutation (en)

  1. παραλλαγή
  2. (κατ’ επέκταση) μία διαφορετική διάταξη από την αρχική ή την προηγούμενη
  3. (μαθηματικά) μετάθεση



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
permutation permutations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

permutation (fr) θηλυκό

  1. η μεταλλαγή, η αλλαγή θέσης με κάτι άλλο
  2. (μαθηματικά) μετάθεση

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη permuter