permutation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
permutation (en)
- παραλλαγή
- (κατ’ επέκταση) μία διαφορετική διάταξη από την αρχική ή την προηγούμενη
- (μαθηματικά) μετάθεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
permutation | permutations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
permutation (fr) θηλυκό
- η μεταλλαγή, η αλλαγή θέσης με κάτι άλλο
- (μαθηματικά) μετάθεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη permuter