pestle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pestle | pestles |
pestle (en)
- το γουδοχέρι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- muddler (ειδικά για παρασκευή ποτών, κοκτέιλ)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pestle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pestles |
αόριστος | pestled |
παθητική μετοχή | pestled |
ενεργητική μετοχή | pestling |
pestle (en)
- ανακτατεύω, θραύω με γουδοχέρι