Μετάβαση στο περιεχόμενο

pestle

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pestle pestles

pestle (en)

  • το γουδοχέρι
      Grind the pepper with the pestle.
    Τρίψε το πιπέρι με το γουδοχέρι.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • muddler (ειδικά για παρασκευή ποτών, κοκτέιλ)
ενεστώτας pestle
γ΄ ενικό ενεστώτα pestles
αόριστος pestled
παθητική μετοχή pestled
ενεργητική μετοχή pestling

pestle (en)