θραύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θραύω < αρχαία ελληνική θραύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰreu- (θραύω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]θραύω (παθητική φωνή: θραύομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θραύω | έθραυα | θα θραύω | να θραύω | θραύοντας | |
β' ενικ. | θραύεις | έθραυες | θα θραύεις | να θραύεις | θραύε | |
γ' ενικ. | θραύει | έθραυε | θα θραύει | να θραύει | ||
α' πληθ. | θραύουμε | θραύαμε | θα θραύουμε | να θραύουμε | ||
β' πληθ. | θραύετε | θραύατε | θα θραύετε | να θραύετε | θραύετε | |
γ' πληθ. | θραύουν(ε) | έθραυαν θραύαν(ε) |
θα θραύουν(ε) | να θραύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έθραυσα | θα θραύσω | να θραύσω | θραύσει | ||
β' ενικ. | έθραυσες | θα θραύσεις | να θραύσεις | θραύσε | ||
γ' ενικ. | έθραυσε | θα θραύσει | να θραύσει | |||
α' πληθ. | θραύσαμε | θα θραύσουμε | να θραύσουμε | |||
β' πληθ. | θραύσατε | θα θραύσετε | να θραύσετε | θραύστε | ||
γ' πληθ. | έθραυσαν θραύσαν(ε) |
θα θραύσουν(ε) | να θραύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θραύσει | είχα θραύσει | θα έχω θραύσει | να έχω θραύσει | ||
β' ενικ. | έχεις θραύσει | είχες θραύσει | θα έχεις θραύσει | να έχεις θραύσει | ||
γ' ενικ. | έχει θραύσει | είχε θραύσει | θα έχει θραύσει | να έχει θραύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θραύσει | είχαμε θραύσει | θα έχουμε θραύσει | να έχουμε θραύσει | ||
β' πληθ. | έχετε θραύσει | είχατε θραύσει | θα έχετε θραύσει | να έχετε θραύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θραύσει | είχαν θραύσει | θα έχουν θραύσει | να έχουν θραύσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θραύω
|