pianotage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pianotage pianotages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pianotage (fr) αρσενικό

  1. το αδέξιο παίξιμο πιάνου
  2. το χτύπημα (νευρικό ή όχι) δαχτύλων πάνω σε κάποια επιφάνεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]