picta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
picta (la)
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του pictus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του pictus
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
picta (ro)