picta
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]picta (la)
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του pictus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του pictus
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]picta (ro)