piedo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piedo < pied- + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική piedo piedoj
αιτιατική piedon piedojn

piedo (eo)

  1. το πόδι
  2. το κάτω μέρος
    en la piedo de la paĝo - στο κάτω μέρος της σελίδας