pink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pink < άγνωστης ετυμολογίας, αβέβαιης
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
pink (en) συγκριτικός: pinker, υπερθετικός: pinkest
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pink (nl) (αρσενικό) πληθυντικός: pinken, υποκοριστικό: pinkje (ουδέτερο)
- το μικρό δαχτυλάκι του χεριού
- μοσχαράκι ενός χρόνου
- (ιστορικό) τύπος πλοίου του 15ου αιώνα