pinky

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɪŋki/
ομόηχο: pinkie

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pinky < pink (ροζ), αβέβαιης ετυμολογίας + -y (επίθημα για επίθετα)

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός pinky
συγκριτικός pinkier
υπερθετικός pinkiest

pinky (en)

  1. με χρώμα ροζέ
     συνώνυμα: pinkish
συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pinky < (άμεσο δάνειο) ολλανδική pinkje, υποκοριστικό του ολλανδικού pink (μικρό δαχτυλάκι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pinky pinkies

pinky (en)

  • (ανθρώπινο σώμα) το μικρό δάχτυλο του χεριού (σπανιότερα: του ποδιού)
    εναλλακτικός τύπος: pinkie
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη pinkie με επιπλέον σημασίες