piper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piper (en)

  1. o μουσικός που παίζει φλογέρα
  2. o μουσικός που παίζει γκάιντα
     συνώνυμα: bagpiper
  3. μικρό περιστέρι



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piper (la) ουδέτερο, γεν.: piperis


Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

piper (ro) αρσενικό