plaque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plaque plaques

plaque (fr) θηλυκό

  1. πλάκα
  2. μάτι (ηλεκτρικής κουζίνας)
  3. πινακίδα (αυτοκινήτου)
  4. κηλίδα