platonicien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | platonicien | platoniciens |
θηλυκό | platonicienne | platoniciennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
platonicien (fr)
- πλατωνικός, σχετικός με τη φιλοσοφία του Πλάτωνα