plausible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

plausible (en)

  1. εύλογος
  2. επικροτητέος
  3. παραπειστικός
  4. αληθοφανής



      ενικός         πληθυντικός  
plausible plausibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

plausible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αληθοφανής, πιθανός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]