plenkreskulo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | plenkreskulo | plenkreskuloj |
| αιτιατική | plenkreskulon | plenkreskulojn |
plenkreskulo (eo)
- ο ενήλικας