podcaster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
podcaster | podcasters |
podcaster (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- podcaster < (άμεσο δάνειο) αγγλική podcaster < podcast + -er
Ρήμα[επεξεργασία]
podcaster (fr)
- (πληροφορική) διαθέτω στο Ίντερνετ αρχεία βίντεο ή ηχητικά για να χρησιμοποιούνται από τους χρήστες
- τηλεφορτώνω αρχεία