podcaster

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

podcaster < podcast + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
podcaster podcasters

podcaster (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

podcaster < (άμεσο δάνειο) αγγλική podcaster < podcast + -er

Ρήμα[επεξεργασία]

podcaster (fr)

  1. (πληροφορική) διαθέτω στο Ίντερνετ αρχεία βίντεο ή ηχητικά για να χρησιμοποιούνται από τους χρήστες
  2. τηλεφορτώνω αρχεία

Συγγενικά[επεξεργασία]