poligloto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poligloto | poliglotoj |
αιτιατική | poligloton | poliglotojn |
poligloto (eo)
- o πολύγλωσσος, ο γλωσσομαθής