politeist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]politeist (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του politeist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un politeist | politeistul | nişte politeiști | politeiștii |
γενική | a unui politeist | politeistului | a unor politeiști | politeiștilor |
δοτική | a unui politeist | politeistului | a unor politeiști | politeiștilor |
αιτιατική | un politeist | politeistul | nişte politeiști | politeiștii |
κλητική | — | - | — | - |