pollute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pollute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pollutes |
αόριστος | polluted |
παθητική μετοχή | polluted |
ενεργητική μετοχή | polluting |
Ρήμα[επεξεργασία]
pollute (en)
- ρυπαίνω, μολύνω
- ↪ They demand the removal of industries which pollute the environment.
- Ζητούν την απομάκρυνση των βιομηχανιών που ρυπαίνουν το περιβάλλον.
- ≈ συνώνυμα: contaminate
- ↪ They demand the removal of industries which pollute the environment.