pollute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας pollute
γ΄ ενικό ενεστώτα pollutes
αόριστος polluted
παθητική μετοχή polluted
ενεργητική μετοχή polluting

pollute (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]