contaminate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | contaminate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contaminates |
αόριστος | contaminated |
παθητική μετοχή | contaminated |
ενεργητική μετοχή | contaminating |
Ρήμα
[επεξεργασία]contaminate (en)
- (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
- (μεταβατικό) μολύνω, ρυπαίνω
- (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο
- ⮡ He contaminated the whole class with his anarchic ideas.
- Κόλλησε όλη την τάξη με τις αναρχικές ιδέες του.
- ⮡ He contaminated the whole class with his anarchic ideas.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460, 559. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ, μολύνω