Μετάβαση στο περιεχόμενο

ponder

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας ponder
γ΄ ενικό ενεστώτα ponders
αόριστος pondered
παθητική μετοχή pondered
ενεργητική μετοχή pondering

ponder (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)

  • συλλογίζομαι, το σταθμίζω, το ζυγιάζω, το μελετώ, σκέφτομαι κάτι προσεκτικά για ένα χρονικό διάστημα
      Let me ponder (on/over) it a little.
    Άσε με να το συλλογιστώ λίγο.
      He sat and pondered the incident.
    Κάθισε και συλλογίστηκε το περιστατικό.
      We pondered over many things.
    Ζυγιάσαμε/Μελετήσαμε πολλά πράγματα.
      I pondered it carefully.
    Το στάθμισα προσεχτικά.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]