Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζυγιάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζυγιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ζυγιάζω < αρχαία ελληνική ζυγός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm (ζυγός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yewg- (ενώνω, ζεύω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ziˈʝa.zo/

ζυγιάζω, αόρ.: ζύγιασα, παθ.φωνή: ζυγιάζομαι/ζυγιέμαι, π.αόρ.: ζυγιάστηκα, μτχ.π.π.: ζυγιασμένος

  1. (προφορικό) μορφλγ ζυγίζω
  2. τοποθετώ συμμετρικά και υπολογισμένα
  3. (μεταφορικά) κρίνω, συγκρίνω, μετρώ, υπολογίζω
      Αυτά ήθελα να σου πω, γι' αυτό σε φώναξα• και τώρα ζύγιασε καλά τα όσα άκουσες κι αποκρίσου. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις ζύγι και ζυγός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]